- πισινός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινόςοι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινάi) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτωii) τα πίσω σκέλη τετραπόδου και, κυρίως, τών υποζυγίων4. το θηλ. ως ουσ. η πισινήτο τελευταίο μέσο ενέργειας ή υποχώρησης σε περίπτωση αλλεπάλληλων αποτυχιών5. φρ. α. «μού γύρισε τον πισινό του» — μού έδειξε τα οπίσθια του, δηλ. μέ περιφρόνησεβ) «βαστάει ο πισινός του» — αντέχει σε κακοπάθειεςγ) «τά θέλει ο πισινός του» — προσποιείται ότι δεν θέλει, ενώ πραγματικά θέλει, κάνει πως δεν θέλειε) «κρατώ πισινή» — επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω την κατάλληλη στιγμή ένα έσχατο και εφεδρικό μέσο ενέργειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀπισ-ινός< ὀπίσω].
Dictionary of Greek. 2013.